- κατεξουσίαση
- ηπλήρης και απόλυτη κυριαρχία πάνω σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατεξουσιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Ιωάννη Φιλήμονα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατεξουσιάσῃ — κατεξουσιάζω exercise authority over aor subj mid 2nd sg κατεξουσιάζω exercise authority over aor subj act 3rd sg κατεξουσιάζω exercise authority over fut ind mid 2nd sg κατεξουσιάζω exercise authority over aor subj mid 2nd sg κατεξουσιάζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)